Πληρώνω ακριβά τη διαστροφή μου με το θάνατο.
Στα φυματικά μου μάτια ποιος θ’ αναγνώριζε το νέο με το ρόδο στο στήθος
να τριγυρνάει στα μηχανοστάσια την ώρα που σφυρίζουν οι φάμπρικες,
να μη χάνει παρέλαση για παρέλαση
ή να στριμώχνεται στα γήπεδα, προσμένοντας σα θείο δώρο το συνωστισμό.
Πληρώνω ακριβά τη διαστροφή μου με το θάνατο.
Τώρα θα πήγαινα κ’ εγώ να κατοικήσω στή Γεσέμ· αργότερα
θα έπαιρνα μετάθεση για την πρωτεύουσα,
γκρεμίζοντας όλους τους φράχτες της αστικής ηθικής
για μια στιγμή παραδομού...
Ιωσήφ, γλυκέ μου Ιωσήφ, δόξα κι ομορφιά της Αιγύπτου,
σε πούλησαν πριν γεννηθώ και πεθαίνω πριν σε γνωρίσω.
Συχνά ο θείος Ρουβήμ μου μιλούσε για σένα ·
ην Ιωσήφ καλός τω είδει και ωραίος τη όψει σφόδρα, έλεγε
κ’ εγώ που κοσμούσα το καλύβι μου μ’ αυτά τα παράξενα
ρόδα της ηδυπάθειας, δίχως ηλεκτρικό, μες στο σκιόφως,
κ’ εγώ που αναζητούσα στον Οίκο του Ιακώβ τη μορφή σου,
μοιράζοντας την καρδιά μου στον καθένα με τρυφερότητα
κ’ εγώ που αναζητούσα στα μάτια του Βενιαμίν τη ματιά σου,
πεθαίνω φορώντας τον άσπιλο χιτώνα σου σπιλωμένο
με το αίμα ερίφου το τελευταίο σου καλοκαίρι στη Χαναάν.
Αδελφέ μου Ηρ, σ’ αυτή την εποχή των ισχνών αγελάδων,
εμείς δεν έχουμε έναν Ιωσήφ, δεν υπάρχει για μας Ιωσήφ,
λυτρωτής Ιωσήφ, αφέντης του κορμιού και της σκέψης.
Αδελφέ μου Ηρ, εσύ που ξέρεις γράμματα γράψ’ του κάτι για μένα:
Όταν ανθίζουν οι πασχαλιές με παιδεύει η νοσταλγία,
με πνίγει το παράπονο που δεν πρόλαβα να προσμένω,
συχνά παίρνω Κάιρο στο ράδιο ν’ ακούσω τα διαγγέλματά του,
πεθαίνω φορώντας το σπιλωμένο χιτώνα του,
η τελευταία που μ' άπόμεινε ηδονή.