Μέρα και νύχτα μελετά
ο βασιλές στην Πόλη
να κτίση την Αγιά-Σοφιά.
Σ’ όλο τον κόσμο ερωτά
και σχέδια φέρνουν όλοι,
κτιστά, ή μόνο ζωγραφιά.
Ο Αρχικτίστης οδηγά,
κι' ο υπουργός προτείνει
εμπρός σε θρόνον αψηλό.
Ο βασιλές, αυτός σιγά,
αυτός μόνο δεν κρίνει
κανένα άξιο και καλό.
Είναι η Δύναμ ’ ο Θεός
κ ’η Ευμορφιά μονάχη,
π' αντανακλάται σ’ ολουνούς.
Γι ’ αυτό τού πρέπει κι ’ ο ναός
δύναμη, κάλλος νάχη,
νάν ’ όμοιος με τους ουρανούς.
Όλ’ οι μαστόροι σκυθρωποί,
και όλ' οι μεγιστάνοι
τον προσκυνούν γονατιστά.
Κανείς δεν ξεύρη τι να ’πή,
κανένας πώς να κάνη
την εκκλησιά που τους ζητά.
Κι’ ολονυχτής ’σκυμμέν’ εκεί
το σχέδιο, που προστάζει,
καθείς να κάμη προσπαθεί,
'ξημέρωσεν η Κυριακή,
κανένας δεν αδειάζει
να ’πάγη να λειτουργηθή.
Εκεί στην πρωινή δροσιά
θωρούν ένα τρικέρι,
κι' αινούν γεροντική λαλιά:
Απέλυσεν η εκκλησιά
κι’ ο Πατριάρχης φέρει
τ’ αντίδωρο στον βασιλιά.
Σκύβ’ απ’ τον θρόνο και φιλά
το χέρι, που του δίδει
το Ύψωμα και την ευχή.
Μα ’κεί, δεν έπιασε καλά,
του πέφτ’ ένα ψυχίδι
’σε λεοντόδερμα παχύ.
To σκήπτρ' αφήκε στην στιγμή
τον θρόνον έχ’ αφήσει
και να το εύρη προσπαθεί,
μη μείνη κατά γης, και μη
κανένας το πατήση
κι’ από το κρίμα κολασθή.
Μα ’κεί που μ ’ όψη θλιβερή
για να το εύρ' ακόμα
εμπρός στον θρόνο του ζητά,
να και μια μέλισσα θωρεί,
τ’ αντίδωρο στο στάρια,
κι' απ’ το παράθυρο πετά.
’Βγάλλει παντού διαλαλητή
στην ξακουστή την Πόλη,
και τάζ’ ένα πουγγί βαθύ
Όποιος μελίσσια κι ’ αν κρατή,
να τα τρυγήσει’ όλοι,
τ’ αντίδωρό μου να 'βρεθή!
Τρυγούν οι άνθρωποι γοργά,
κανένας δεν κερδαίνει
αλλ’ από μέλι και κερί.
Κι ο Πρωτομάστορας τρυγά,
κ’ εξαφνισμένος μένει
εμπρός στο θαύμα που θωρεί!
Σ’ ένα κοφίνι διαλεχτό,
στο πιο καλό κυψέλι,
λάμπει κι’ αστράφτει κάτι τι.
Ξανθό κερί δεν είν’ αυτό,
γλυκό δεν είναι μέλι,
είν' εκκλησιά πελεκητή!
Οι τρούλοι λες κι’ είν’ ουρανοί,
πυκνά οι στύλοι δάση,
και Οικουμεν' η πατωσιά.
Ποτέ χριστιανική φωνή
Θεό δεν θα δοξάση
σε πιο καλήτερ’ εκκλησιά!
Με την ’ματιά του προχωρεί
ριέσ' στ' Άγιο-βήμα μνίσκει,
που το φωτίζει μι ’ αντηλιά·
στην Αγια-τράπεζα θωρεί,
στον Αστερίσκο ’βρίσκει
τ' αντίδωρο του βασιλιά!
Στον θρόνο ’μπρος με συστολή
βαθειά μετάνοια κάνει,
δείχνει το σχέδιο του ναού.
Είμεθα όλ' αμαρτωλοί,
κανένας μας δεν φθάνει
το μεγαλείο του Θεού.
Για τ' αγιασμένο Του ψωμί
το καθαρό μελίσσι
διές, τι κερήθρα συγκροτεί!
Για του Υψίστου την τιμή
ο βασιλές ας κτίση
μιαν εκκλησία σαν αυτή.
Στον Πλάστη στρέφ’ ο βασιλές,
Ευχαριστώ σε, κράζει
μεγαλοδύναμ’ Ευμορφιά!
Φιλά το σχέδιο τρεις βολαίς,
και σαν αυτό προστάζει
να κτίσουν την Αγιά-Σοφιά.