Ωδή εις τον εν Κωνσταντινουπόλει Ναόν της Αγίας Σοφίας.

Είδα τον άγιον Ναὸν
Της δόξης και Σοφίας,
Ον ευσεβὴς ποτὲ αιὼν
Ανήγειρεν εις τον Θεὸν
Της αληθοῦς λατρείας.

Επάνω του φύσις θνητὴ
Να προσηλώση όμμα
Επὶ πολὺ αδυνατεί·
Θαμβούται και την γην ζητεί,
Το συγγενές της χώμα!

Ως ημεροπαγείς σκηναὶ
Βασίλεια και θρόνοι
Εμπρός σου· σε, Ναὲ κλεινὲ,
Ω χειροποίητ’ ουρανὲ,
Παρήμειψαν οι χρόνοι,

Ως οδοιπόροι ευλαβείς
Πλησίον σου περώντες,
Τους θόλους τους θεοστιβείς,
Τας καλλονὰς τας ακριβείς
Να θίξουν μη τολμώντες.

Οπόταν ουρανοπυργὴς
Πλησίον των αστέρων
Υψώθης, σ’ ἴδε κ’ εκπλαγεὶς
Κρωγμὸν απήχησεν οργής
Ο άναξ των αιθέρων,

Ο υψιπέτης αετὸς,
Μεταβαλὼν πορείαν,
Και φοβηθεὶς μη του φωτὸς
Αρπάσῃ ο θρασὺς θνητὸς
Την μονοκρατορίαν,

Κ’ αφεὶς τας ταπεινὰς νομὰς,
Την γην των ζωοφύτων,
Πληθύνῃ με οικοδομὰς
Τας των νεφών διαδρομὰς,
Του χάους αστυγείτων!

Α! εις το μέγαν σου μυχὸν
Τί κρύπτεις, αύρας ποίας,
Ο αισθημάτων και ευχών,
Ο ευτυχών και δυστυχών
Στιγμών μακρὸς ταμίας!

Εὰν εδύνατο φωνὴν
Ο θόλος σου ν’ αφήση,
Όλη απὸ μεσημβρινὴν
Άκραν ως άκραν βορεινὴν
Η γη θ' αντιβοήση·

Να είπη τας μακρὰς σειρὰς
Των ευσεβών αιώνων,
Τας δόξας και τας συμφορὰς,
Πανδήμους θλίψεις και χαρὰς
Λαού και ηγεμόνων·

Και στάσεις, και στρατηλατών
Πολεμικὰς εξόδους
Κατά βαρβάρων ανταρτών,
Και πάλιν τας των νικητών
Θριαμβικὰς εισόδους.

Εδώ κληρούχοι εντολής
Μεγίστης των μεγίστων,
Μετὰ λαμπράς περιβολής
Εδέχοντο οι βασιλείς
Το χρίσμα της αρχής των.

Εδώ και άνασσα γυνὴ
Ηλέγχθη δημοσία·
Και απ’ εδώ κελαδεινὴ
Του Χρυσοστόμου η φωνὴ
Τα πλήθη ενθουσία.

Τώρα—Α! και να το ειπή
Ο λογισμὸς διστάζει·
Αιώνες ως η αστραπὴ
Παρήλθον, κ’ η πληγὴ νωπὴ,
Νωπὴ αματοστάζει.

Μνήσθητι, μνήσθητι, Θεὲ,
Εκείνης της ημέρας,
Καθ’ ην σφαγής διαρροαὶ
Και θνησιμαί αναπνοαὶ,
Εργ’ απηνούς μαχαίρας,

Εμόλυναν τα ιερὰ
Και του ναού τα σκεύη,
Κ’ αντὶ λιβανωτού, χαρὰ
Λύσσης, βεβήλωσις, αρὰ
Εις ουρανοὺς ανέβη!—

Τώρα, η επὶ γης εικὼν
Του θείου μεγαλείου
Τέμενος είναι τουρκικὸν,
Προσκύνημα βαρβαρικὸν
Ο οίκος του Κυρίου!

Κόσμος βαρβαρικής χειρὸς,
Εταιρικώς καλλύνων,
Τον περιζώνει σοβαρώς·
Ούτως ο οπισθοφρουρὸς
Της δόξης των Ελλήνων

Σκενδέρβεης, εις την αυλὴν
Παις έτι του Σουλτάνου,
Εσκέπαζε την κεφαλὴν,
Τα στήθη του με την στολὴν
Των τέκνων του Οσμάνου.

Αλλ’ αίφνης έπειτα πατών
Και σκήπτρα και κιδάρεις,
Έσυρε ξίφος ειμαρτὸν,
Και έγινεν ο των στρατών
Μυριοφόνος Άρης.

Και συ, ως έλθῃ ο τεθεὶς
Καιρὸς υπὸ της Μοίρας,
Ναὲ, δις, τρις θα κραδανθής,
Κ’ εις χουν θα ρεύση παρευθὺς
Το επακτόν σου γήρας.

Τότ’ αυτομάτως αλοιφαὶ
Και τοίχων θα αρθώσι,
Και ασεβείς επιγραφαί·
Αι δε χρυσαί σου οροφαὶ
Ημέραν θα ιδώσι.

Κ’ εκ μέσου της χρυσής χλιδής
Θα λάμψουν ανεφέλως
Μορφαὶ Αγίων ευειδείς,
Τα Χερουβὶμ, και ο ηδὺς
Του Αρχαγγέλου γέλως.

Και ἄλλων θα φανής καιρών
Το όνειρον και σχήμα,
Όταν κρατή προς τὸον χορὸν
Αντίμολπον «Φως Ιλαρὸν»
Το ηχηρόν σου βῆμα.

Και θα φοιτήσουν, ω Ναὲ,
Σ’ τ’ αρχαϊά σου τεμένη
Όσαι εκείν’ αι παλαιαὶ,
Τόσαι και πλείους γενεαὶ,
Ο κόσμος όσον μένει.

Και αν σεισμὸς ωσὰν βαθὺ
Την Πόλιν σχίση μνήμα,
Κ’ αν πυρ την κατανεμηθῇ,
Κ’ αν του Ευξείνου εγερθή
Επάνω της το κύμα·

Δεν θα κλονήση ο σεισμὸς
Το στιβαρό σου δώμα,
Θα σε φεισθή ο εμπρησμὸς,
Θα κλείση ο κατακλυσμὸς
Το βροντερόν του στόμα·

Έως ου έλθη η στιγμὴ,
Κ’ οι χρόνοι πληρωθώσι,
Καθ’ ους αρχαίοι αινιγμοὶ
Και ποιητών ονειρωγμοὶ
Πραγματοποιηθῶσι!

Ιωάννης Καρασούτσας
Ιωάννης Καρασούτσας (1824 - 1873)

έλληνας ποιητής της Α’ Αθηναϊκής Σχολής.

Βιογραφία

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ