Φοβάμαι μη χάσω το θαύμα
των αγαλμάτινων ματιών σου και τη μελωδία
που μου αποθέτει τη νύχτα στο μάγουλο
το μοναχικό ρόδο της ανάσας σου.
Πονώ που είμαι σε τούτη την όχθη
κορμός δίχως κλαδιά, μα πιότερο λυπάμαι
το που δεν έχω τον ανθό, πόλφο η πηλό,
για το σκουλήκι του μαρτυρίου μου.
Αν είσαι συ ο κρυμμένος μου θησαυρός,
αν είσαι ο σταυρός κι ο πόνος μου ο υγρός,
αν είμαι το σκυλί της αρχοντιάς σου,
μη μ’ αφήσεις να χάσω ό,τι έχω κερδίσει
και στόλισε τα νερά του ποταμού σου '
με φύλλα απ’ το φρενοκρουσμένο μου φθινόπωρο.