Χάραζε κ’ έπιασα κουβέντα με τους αγραυλούντες
Τους έλεγα, βρήκα το σπίτι που κατέρρεε
Κ’ εκεί δυο μάνες σαν οχιές στα χέρια
Οι άντρες άφαντοι σ’ ανήλιες αγορές
Και στα ψηλώματα η Εποχή πιστάγκωνη
Με σιδερένια μάτια
Μπαίνοντας είδα τον ληστή πού κατηφόριζε
Στο ένα του χέρι το κεφάλι, στάζοντας
Έξω αστυνόμοι ανακριτές κι άλλοι περίεργοι
- Πού να ’ναι ένας εκσκαφέας φώναζε ο εργολάβος
Τό ’νιωθα, δίχως εκσκαφέα και κατέρεε
Με δυο πετρόσκαλες κ’ η ξύλινη η πιο άχραντη
Που έτριζε σαν ονειροθραύστης
Να μπω στην πρώτη μου φωλιά και να χαθώ
- Τί θέλει εκεί και για πού τράβηξε ο τρελός;
Δεν είχα ακόμα τρελαθεί και κατηφόριζα
Στην κατωγής σ’ ανώγια και κατώγια
Ζωντάνεψε κι ο ντουφεξής
Έφτιαχνε γκράδες για χαρές κι αντροκαλέσματα
Κ’ ένα ρεβόλβερ για μοναχικές καρδιές
Τ’ άνοιξε του ’βγάλε τις σφαίρες και μου το ’δωσε
Το πήρα κ’ είναι το όνομά μου εξήντα χρόνια
Αναμερίστε οι ζωντανοί είπε ο εργολάβος
Γι’ αυτούς χρειάζεται ένας δυναμίτης... Γύρισα
Κ’ είδα το σπίτι που ονειρόπλεε στα χαλάσματα