― Παρακαλώ, κύριε αστυφύλακα· εδώ απάνω, στο φράχτη, κοντὰ στον δρόμο, έχουν ρίψει ένα ψοφίμι, ένα μεγάλο σκυλί… Με τέτοια ζέστη, Ιούλιον μήνα… Θα μας κολλήσῃ πανούκλα όλους εδώ… Ίσα-ίσα στο ψήλωμα, εδώ, που είν᾿ ἐξοχικὸ μέρος… όπου έρχονται οι άνθρωποι να πάρουν λίγον αέρα καθαρόν!...
Ο ομιλών ―ο κύριος Α.― ήτο παχύμισθος υπάλληλος της Κυβερνήσεως. Το δημόσιον του έδιδε, δια τας εκδουλεύσεις του, υπὲρ τας τριακοσίας δραχμὰς τον μῆνα. Αλλὰ τας δραχμὰς αυτὰς τας εθεώρει ως ιερὰς και δεν απεφάσιζε ν᾿ αποκόψῃ λεπτὰ δι᾿ ένα πτωχὸν λούστρον, όπως σκάψῃ λάκκον και θάψῃ το ψοφίμι. Τοιαύτη θυσία θα του εφαίνετο ίσως μάλλον ιεροσυλία. Η δε οικία του έκειτο πλησιέστατα εκεί, και ήτο ο πρώτος ενδιαφερόμενος.
Όθεν απηυθύνθη εις τον υπ᾿ αριθ. 3 χιλιάδας τόσα αστυφύλακα. Ο αστυφύλαξ εφόρει λευκά, κι εσύχναζεν εις το εγγὺς καφενεδάκι. Απήντησε δε λίαν προθύμως και φιλοφρόνως:
― Μάλιστα· τώρα, να πούμε εις ένα αστυφύλακα ―μπορώ να πάω κι εγω― να πάρῃ κι ένα σκουπιδιάρη, να παν’ να το πετάξουν αποκεί.
Κι εκάθισε στο καφενεδάκι, δια να διαβάσῃ τα νέα της ημέρας.
Εν τω μεταξὺ ο κύριος Α. απηυθύνθη, εν απουσία του καφετζή, προς τον υπάλληλον του καφενείου, και του είπε:
― Δεν σας ήρθε σας η βρώμα;… Ειπὲ του κυρ Τάσου (το όνομα του καφετζή) να λάβῃ τα μέτρα του… δια να μην αρρωστήσῃ όλος αυτὸς ο κόσμος που έρχεται να πάρῃ τον αέρα του εδώ επάνω.
Ο μικρὸς υπάλληλος έσεισε την κεφαλήν, ως να ήθελε να είπῃ: «Δεν βαρυέσθε: Καὶ ποιός θα φροντίσῃ; Ό,τι εφροντίσατε σεις, ο πρώτος που ανεκαλύψατε αυτὸ το σπάνιον φαινόμενον».
Ο αστυφύλαξ, ως να εκεντρίσθηκε από την δευτέραν αυτὴν αναψηλάφησιν του ζητήματος, εσηκώθη, εκοίταξε τριγύρω, και ευτυχώς εξάνοιξε μακρὰν ένα συνάδελφόν του, βαίνοντα εις πλάγιόν τινα δρόμον. Τον έκραξε, κι εκεῖνος ήλθε.
― Να σου πω, του λέγει: πας στο Τμήμα, να πης του σκοπού, να πη του σταθμάρχη, να στείλη ένα αστυφύλακα, να βρη ένα σκουπιδιάρη, να παν’ εδῶ παραπάνω, που λέει ο κύριος εδώ… είν᾿ ένα σκυλὶ ψόφιο… να το πάρουν απ᾿ εκεί, να το πετάξουν πουθενά;
― Καλά…
Και ο δεύτερος αστυφύλαξ εκινήθη βραδύς, κατερχόμενος τον δρόμον.
Την νύκτα, όταν ο κ. Α. απεσύρετο δια να απέλθῃ οίκαδε, εις το φως της
σελήνης, έστρεψε τα όμματα και την ρίνα προς το μέρος όπου είχεν ιδεί το δυσάρεστον πράγμα το πρωί. Τὸ ψοφίμι ήτο ακόμη εκεί, αναδίδον λοιμώδη οσμήν.
Ο άνθρωπος, εν μεγάλῃ αδημονία, έκλεισε τα παράθυρά του, κι εκοιμήθη. Την άλλην πρωίαν, εις τὸ μικρὸν καφενεῖον ηύρε πάλιν τον αστυφύλακα.
― Δεν εκάματε τίποτε για το ψοφίμι που σας είπα;
― Μάλιστα· έστειλα είδηση στον σκοπό… ν᾿ αναφέρῃ στο σταθμάρχη… να στείλη ένα αστυφύλακα ―μπορούσα να πάω κι εγώ― να πάρη ένα σκουπιδιάρη, να παν να λάβουν μέτρα… Και δεν το πέταξαν;
― Πεταμένο είναι από προχθές· μάλλον έπρεπε να το θάψουν.
― Ας είναι, θα φροντίσω· τώρα πάω στο Τμήμα.
Την εσπέραν, όταν ο κυβερνητικὸς υπάλληλος επανήρχετο εις την οικίαν του, το ψοφίμι ήτο πάντοτε εκεί, δηλητηριάζον τον αέρα με την δυσωδίαν του.
Το πρωί, ο κ. Α. προς τον πρώτον αστυφύλακα:
― Μα δεν έγινε τίποτε για το ψοφίμι… Ζήτημα, βλέπω, κατήντησε κι αυτό… Καλὰ που δεν συνεδριάζει πλέον ἡ Βουλή, δια να γίνῃ επερώτησις…
― Τί; Δεν το σήκωσαν αποκεί; Περίεργο! Εγω έλαβα μέτρα. Ας είναι, ησυχάσατε. Σήμερα, χωρὶς άλλο. Πάω επίτηδες να τους βιάσω, να στείλουν ένα αστυφύλακα ―μπορώ να πάω και μόνος μου― με ένα σκουπιδιάρη…
Την επομένην νύκτα, ακόμη το ψοφίμι ήτο εκεί. Ευτυχώς είχε συννεφιάσει, και ήστραπτε ραγδαίως προς τον μαίστρον, εις τὰ ΒΔ του ορίζοντος. Ο κ. Α. μόλις επρόλαβε να φθάσῃ εις την οικίαν, να κλείσῃ τα παράθυρα, κι ενέσκηψε σφοδροτάτη θύελλα, άνεμος και βροχή, δροσιστικὴ και παρήγορος.
Το πρωί, ανάμεσα εις το ηλλοιωμένον υγρὸν έδαφος, μόλις εφαίνοντο πλέον τα ἴχνη τοῦ θνησιμαίου σκύλου, ολίγα μόνον γυμνὰ κόκκαλα του σκελετού· η ραγδαία βροχὴ είχε παρασύρει τας σαπρὰς σάρκας, και είχε διαλύσει την δυσοσμίαν.
Κι έτσι δεν έγινεν επερώτησις εις την Βουλήν. Μόνον έγινε χρονογράφημα εις εφημερίδα.