Γλυκειά μικρούλα, δεν την καρτερούσες
την ξελογιάστραν Άνοιξη, μα νάτη.
Σε βρήκε βυθισμένη ως μελετούσες,
σκυμμένη στα βιβλία, μ’ έγνοιες γιομάτη.
Σκάρωνες ζωγραφιές, τραγούδια, εζούσες
κυνηγώντας τις ρίμες με γινάτι.
Ξαφνικά σκορπίστηκαν γύρω οι Μούσες
κι άστραψε φως το που ποθούσες κάτι.
Τίποτ’ απ’ όλα αυτά δε λες σ’ εμένα;
κι όμως, μες στη ματιά σου τα τσακώνω
και τα διαβάζω ξάστερα, ένα ένα.
Στο τέλος σου ξεγύμνωσα τον πόνο
και σού ’πα: «Πως να μείνουνε κρυμμένα
σα γούρμασαν τα φρούτα απά στον κλώνο;».