Τώρα πια τη χάσαμε τη μελένια νύχτα,
που η Εκάτη εράντιζε μ’ άχνα χρυσαφιά,
οαν στον άμμο αντίκρυζα το σκυλί π' αλύχτα
του στρογγυλοφέγγαρου τη χλωμή ομορφιά.
Των μαλλιών το μάλαμα μές απ’ την κουκούλα
ξέφευγε και φέγγιζε - τι καημός τρανός! -
και γελώντας λάμναμε μέοα οτη βαρκούλα
οαν τριγύρω λάμπανε πέλαο κι ουρανός.
Κι ως στις φλέβες νιώθαμε λουλουδιώνε φύλλα
κ’ οι αναπνιές μας σμίγανε σ' αρμυρή χαρά
κι αγγελοφτερούγιζε σκόρπια ανατριχίλα,
πλέαμε στης παράδεισος τα μελιά νερά.
Το φεγγάρι απάνου μας τόβλεπες θλιμένα,
που πηδώντας χόρευε χαύνο από ήδονή
κ' οι καρδιές μας τίναζαν γιασεμιά ανοιγμένα,
σαν αχνό παράπονο, που όλα τα δονεί.
Σά γλιστρώντας λάμναμε, άγνωστή μουφίλη,
σαν οι ιτιές λιγώνονταν σε πουλιού λαλιά,
τάχα πως και σμίξανε μια στιγμή τα χείλη
κι όλα πια ξεσπάσανε σε ζεστά φιλιά ;