Έξω, στο μπαλκόνι ανθισμένο,
σε μια γλαστρούλα φτωχική,
από το Μάη εκεί έχω φυλαγμένο
χιώτικο ένα γιασεμί.
Ανθάκια κάτασπρα του σκέπαζαν τα κλώνια
και τις γλυκές τους σκόρπιζαν μυρουδιές,
λες και η άνοιξη του έφερε τα χιόνια
μέσα στις ξένοιαστές του μέρες και βραδιές.
Κάθε πρωί περνούσα από κει πλάι·
πως μπόρες, του έλεγα, θα έρθουν, να κρυφτεί·
όμως γεννήθηκε, το έρμο, μέσ’ στο Μάη
και Μάης νόμισε πως είναι κι η ζωή...
Κι ήρθανε κάποτε τα κρύα που νεκρώνουν
κάθε ανοιξιάτικη, γλυκιά μυροπνοή·
χειμώνες ήρθανε, βοριάδες που παγώνουν
κάθε ανέτοιμη κι ανίδεη ψυχή.
Έξω, στο μπαλκόνι χιονισμένο,
σε μια γλαστρούλα φτωχική,
λίγες ημέρες είναι τώρα εκεί θαμμένο
χιώτικο ένα γιασεμί.