Ήθελα να ’μουν φαροφύλακας
και να ’χω μόνη συντροφιά μου
το φως του φάρου και τη θάλασσα
και τα όνειρά μου…
Και τα καράβια που θα βλέπουνε
σαν όραμα θεϊκό το φάρο
στη σκοτεινιά, μακριά να φεύγουνε
σαν να γλιτώνουν απ’ το χάρο.
Κι εγώ, κοιτάζοντας τα φώτα τους,
που σαν χαρούμενες τελείες,
θα σημαδεύουν τον ορίζοντα
ωσάν κεριά σε λιτανείες,
να βγάζω το άσπρο το μαντίλι μου
κι ώσπου το χέρι μου αποστάσει
να χαιρετώ ο φτωχός δακρύζοντας
τον κόσμο που έχω χάσει.