Οι μέρες μου λιγόστεψαν ακόμη πιο πολύ,
φεύγει η ζωή με στεναγμούς στην καθεμιά πνοή μου
και του θανάτου τα φτερά στην πόρτα την κλειστή
σημαίνουνε θρηνητικά την ύστερη στιγμή μου.
Μονάχος μες στην ερημιά, τρισκόταδο βαθύ
με περιζώνει από παντού. Φλογίζονται τα χείλη
χωρίς ξεδιψασμό, και στη γωνιά τη σκοτεινή,
στο εικονοστάσι, τ’ αμυδρό φως χύνει το καντήλι.
Μόνος. Σε μια καρέκλα τρεμοσβήνει το κερί,
κι άδικα την ανείπωτη πασχίζει αγωνία
να ξεδιαλύνει της ψυχής. Ο θάνατος αργεί,
ιδρώτα στάζει το κορμί κι η κάμαρα είναι κρύα.
Τ’ αγέρι στο παράθυρο –το κλάμα το στερνό–,
σκοτάδι. Σβήνει το κερί, κι απέξω από τη θύρα
ο σκύλος αλυχτά, και ηχεί σε τόνο θλιβερό
«καλό ταξίδι» απ’ τη γωνιά η ραγισμένη λύρα.