Τη βραδιά της καταιγίδας
άκουσα να αντηχεί
στην γη των τάφων
η αυστηρή στον άνθρωπο απόκριση
μ’ ορυμαγδό δοσμένη.
Καλή μου, μαζί μας ήταν η νεροποντή
και γνόφος θεϊκός η αποστροφή μας
κι από παντού ο έρωτας ανέβαινε προς τις πηγές του.
Γνωρίζω, είδα τη ζωή να ανεβαίνει προς τις πηγές της
τον κεραυνό να αποθέτει τα εργαλεία του στα ερημωμένα λατομεία
η κίτρινη γύρη των πεύκων,
το σπόρο του Θεού να σμίγει στην θάλασσα
με τις μαβιές οθόνες του πλαγκτού.
Ο πανταχού παρών μάς συναντά στην πολυμορφία.
Κύριε, άρχοντα των γαιών, δες πως χιονίζει, κι ο ουρανός
στα πάντα καταφάσκει, η γη αποβάλλει το ζυγό·
γη του Σηθ και του Σαούλ, του Τσε Χουάνγκ - Τί
και του Χέοπος.
Η φωνή του ανθρώπου βρίσκεται στον άνθρωπο
κι η φωνή του χαλκού στο χαλκό, και κάπου στον κόσμο
που ο ουρανός ήταν βουβός κι ο αιώνας αφύλαχτος
ένα παιδί γεννιέται· κανείς δεν ξέρει τη φυλή
και τη γενιά του· η μεγαλοφυϊα χτυπά
τό λοβό ενός αθώου μετώπου.
Μητέρα, γη, μη νοιάζεσαι γι’ αυτή τή φάρα
Καιροί βιαστικοί, καιροί των όχλων
κι η ζωη ακολουθεί την πορεία της
Εντός μας υψώνεται ένα άσμα που δε γνωρίζει αρχή και τέλος:
Γη και άνθρωπος στη μεγάλη Ισημερία.
Μετάφραση: Χριστόφορος Λιοντάκης