Πώς πέρασαν τα χρόνια•
κανείς δεν τό κατάλαβε,
κανείς,
σαν το νεράκι σαν το σύννεφο,
κανείς.
Μαύρη η θάλασσα χωρίς τα κύματά της,
μαύρη.
Από δώ πέρασαν τα καράβια
πηγαίνοντας για της Θράκης τους ποταμούς,
άπό δώ.
Κι η Πάραλος γυρίζοντας έρμη καί σκοτεινή,
από δώ.
Πέρα μακριά το Λαύριο φωτισμένο
με τα κοιτάσματα του αργύρου λησμονημένα,
ένα μουσείο βιομηχανικό, όπως τό λένε,
ένα μουσείο.