Ξάφνου έπεσε δειλά μια αχτίδα στου ύπνου τα σκαλιά
κι ως το κατώφλι των ονείρων έφτασ’ η αντηλιά,
κι η μέρα με κοιτάζει από τις γρίλλιες.
Τώρα, σέ ξέφτια - ξέφτια κρέμεται τό φώς•
κ’ είναι σαν Αύγουστος παληός τώρα το φως,
που έβαψε ρόδινες τίς γρίλλιες.
Έξω από τα παράθυρά μας τα κλειστά,
ο ζαφειρένιος ήλιος περπατά
κι από τίς γρίλλιες γλίστρησε μια αχτίδα.
(Χτες ήταν κρύο πολύ
και τώρα είναι ζεστά
μ’ αυτή τη λίγη, την καινούργια ελπίδα).
Μέσα στον ύπνο μου τον πιό βαθύ,
για να μου φέρη το άγγελμα είχε ρθη,
για να μου φέρη το άγγελμα από πέρα.
Πιο πολύ βλέπω με τη μνήμη. Αλλά πιο πριν
τί ήταν; Το ξέχασα από κει καί πριν.
Τι ήταν το ξέχασα από κει και πέρα...