Τρία δέντρα πεσμένα
άκρη - άκρη έμειναν σ' ένα μονοπάτι.
Από τον ξυλοκόπο αποξεχασμένα σιγομιλούν
αδερφικά σφιγμένα, σαν τρεις τυφλοί.
Βασιλεύοντας ο ήλιος χύνει
το αίμα του πάνω στους σπαραγμένους κορμούς
και από τους σχισμένους φλοιούς ο αγέρας
συνεπαίρνει το άρωμά τους.
Το ένα στο άλλο απλώνει ένα χέρι πελώριο,
συσπασμένο, με φυλλωσιά που τρεμοσαλεύει,
και οι πληγές τους μοιάζουν
με ολοζώντανα μάτια, παράκληση γεμάτα.
Ο ξυλοκόπος τ’ απολησμόνησε.
(Ή νύχτα ζυγώνει). Εγώ μαζί τους θά μείνω.
Μέσα στην καρδιά μου θα κλείσω
τό ευωδιαστό ρετσίνι τους, που θα μου γίνει φωτιά.
Όλους μας, βουβούς κι αγκαλιασμένους,
σαν ένα πένθιμο σωρό,
η αυγή ας μας βρει.
Μετάφραση: Σοφία Χατζηδάκη