Μιλά χτυπώντας τη γλώσσα της για τις βάρβαρες θάλασσές της,
μα δεν ξέρω ποιά φύκια και δέν ξέρω ποιούς άμμους ·
προσεύχεται στον δίχως μορφή και δίχως βάρος Θεό,
γερασμένη, σα νά ’ταν να πεθάνει.
Στον κήπο μας, που μας τον έχει κάνει ξένο,
κάκτους έχει φυτέψει και δαντελωτά χορτάρια.
Αποπνέει την πνοή της ερήμου,
αγάπησε μ’ ένα πάθος πού τήν άσπρισε,
που ποτέ δεν το αφηγείται και που αν μας το ιστορούσε
θά ’τανε σαν τον χάρτη ενός άλλου άστρου.
Θα ζήσει ογδόντα χρόνια ανάμεσά μας,
μα πάντα θά ’ναι σα νά ’χε μόλις έρθει,
μιλώντας μια γλώσσα που λαχανιάζει και στενάζει
και που μονάχα μικρά ζώα την εννοούνε.
Και θα πεθάνει ανάμεσά μας,
μια νύχτα που πάρα πολύ θα υποφέρει,
έχοντας τη μοίρα της μόνο προσκεφάλι,
έναν θάνατο βουβό και ξένο.
Μετάφραση: Άρης Δικταίος