Ψιλό, ψιλό πέφτει το χιόνι όλόγυρα,
το χόρτο αργά σκεπάζοντας·
τα χιονισμένα δέντρα, ω Άννα, μοιάζουνε
με αμυγδαλιές που ανθίζουνε.
Το μονοπάτι τώρα πλιά δε φαίνεται
που μ’ οδηγούσε σπίτι σου·
τίποτε πλιά δε βλέπω, μα το βήμα μου
σ’ εσέ το φέρνει ο έρωτας.
Τίποτε πλιά δε βλέπω, κι αν τη στέγη σου
μεμιάς το χιόνι εσκέπασε,
επάνω κει γυρίζουν φτερουγίζοντας
δυο περιστέρια ολόλευκα.
Στην παγερή γαλήνη, την κατάλευκη,
ασπροντυμένη πρόβαλε,
ώ "Αννα μου γλυκειά, να ιδείς τον ήλιο,
που βγαίνει απ’ άσπρα σύγνεφα.
Κ’ εγώ στην τόση γύρω μας λευκότητα,
κύκνος κ’ εγώ κατάλευκος,
τρέχω να ψάλλω μέσα στην αγκάλη σου
το πλιό λευκό τραγούδι μου.