Ο Χριστός επί πώλου όνου.
Πίσω του, πεζοπορώντας η Ανοιξη.
Κεφαλομάντηλα φορώντας οι γυναίκες
ήτανε πάντα μουντζουρωμένες με ασβόλη.
Εδώ, όταν μαζεύεται το σκότος
κι όταν αναπηδάει ή αυγή,
σαν τα φτερά πού πέφτoυν
από κοράκια που φτερακίζουν
σαν να θρυμματίζονταν η νύχτα
με κεραυνούς που την σκίζουν στα δυό,
σαν χήρες που ο άνθρωπός τους
τρεις μέρες κοίτονταν νεκρός,
σαν χιόνι που πέφτει αργόπορα
— αν μαύρο είναι το χρώμα τον χιονιού —
κι αν ο πυκνός καπνός τανύζεται
σε τόξα μαγιάτικου ουρανού,
ή σαν ο ήλιος σκοτεινιάζει
και μένει το γραφείο σου στη σκιά
ή σε τυφλή χαράδρα ανήλιαγη
λειψό πέφτει το φως της μέρας,
έτσι τώρα ατό τοπίο του απόβραδου
ένα καμπύλο τόξο φανερώνεται.
Οι γυναίκες γυρνούν αργά στα σπίτια τους
με τούφες ασβόλης στα μαλλιά.
Πάλι, Εκείνος, επί πώλου όνου.
Πίσω τον πεζοπορώντας η Ανοιξη.
Μα στα κλαδιά, τα φύλλα που μόλις φύτρωσαν
σήμερα είναι πια δίχως καπνιά.
Σαν κοντάρια στο σταματημένο άνεμο
κι όπου δεν πλαταγίζουν σημαίες
σαν στήλες αρχαίων ναών ερειπωμένων
που τις τύλιξε ο κισσός, σφιχτά,
σαν άγγελοι χωρίς φτερά που στέκουν
βαθιά σε λίμνη πορφυρή, μαβιά,
ή σαν πυρές νεκρικές πού αφέθηκαν
από καιρό να σβήσουν και να κρυώσουν
σαν επαίτες που, καθώς προχωρούν,
μαθαίνουν να στηρίζονται σε άθλιο ραβδί,
— νά! οι εκατό καπνοδόχοι που φρουρούν
τους τροχούς που έπαψαν να γυρίζουν.
Κι ανάμεσα στις σπίθες της Ανοιξης,
ανάμεσα στους τοίχους από θαμπό γυαλί
Μέχρι και τ’ άστρα πέφτουν — αλλά όχι πια η καπνιά.
Οχι, γιέ μου, δεν πέφτει η ασβόλη κ’ η καπνιά.
Μετάφραση: Θ.Δ Φραγκόπουλος