Το αηδόνι μέσα σε σπηληαίς δεν χύνει την λαλιά του•
θέλει το φως, και στα νωπά
φύλλα των δένδρων αγαπά
να χτίζη την φωλιά του.
Παληόν καιρό, ταις ώμορφαις, τα’ αηδόνια της ζωής μας,
σε σπίτια εκρύβανε, κ’ εκεί
κλεισμέναις, σαν σε φυλακή,
κρατούσαν οι γονείς μας.
Τώρα πατούνε ελεύθεραις, σαν τα πουλιά στα δάση,
πατούνε ελεύθερη μια γη -
ω! ζηλεμμένοι στρατηγοί,
το χώμα σας ν’ αγιάση!
Σας πρέπει, Ελληνοπούλαις μου, το σκήπτρο οπού κρατεῖτε•
προστάζετε, και η γη γελά,
και όμως προσέξτε μη τυφλά
τη Δύσι ακολουθήτε.
Έχει κατώφλι η θύρα σας και σύνορα η τιμή σας.
Συλλογισθήτε τι εντροπή,
αν έλθῃ ξένος και σας πη•
«Εφράγκεψε η ψυχή σας».
Για δέτε την πολύπαθη, την φράγκα, πως κρατάει
το μέτωπο ψηλὰ ψηλά,
και με καμώματα τρελλά
καπνίζει και γελάει!
Εσείς, Ελληνοπούλαις μου, να μην επιθυμήτε
αυτά της φράγκας της τρελής...
Ω, κάλλια τώχω στης Βουλῆς
το βήμα να ανεβήτε!
Και εγὼ Συντάκτης πρακτικών να στέκωμαι αντικρύ σας,
και όλος καρδιά, και όλος αυτί,
να μεταφέρω στο χαρτί
τη λιγερὴ φωνή σας.