Ξυπνώ και μου 'παν, έφυγεν η κόρη που αγαπούσα
και κατεβαίνω στο γιαλό,
τη θάλασσα παρακαλώ,
την πικροκυματούσα.
-Εγώ τα πρωτοδέχθηκα τ' αφράτα της τα κάλλη,
μου είπε ένα κύμα, και γι' αυτό
με πόθο και με γογγυτό
φιλώ το περιγιάλι.
-Τα μάτια της, ερώτησα, μην ήταν δακρυσμένα;
Ένα άλλο κύμα μου μιλεί:
-Σαν το χαρούμενο πουλί
επήγαινε στα ξένα.
Το τρίτο κύμα ερώτησα:- Εμέ γιατί ν' αφήση
να κλαίγω και να λαχταρώ;
Περνάει το κύμα το σκληρό
χωρίς να μου μιλήση