Το ράσο είχα φορέσει του ερημίτη
κι αθόρυβα απ' τον κόσμο αναχωρούσα.
Δίχως φωτιά με βρήκε, δίχως σπίτι,
χλωμή κάτω απ' το ράσο του ερημίτη,
ο Έρωτας, την ώρα που κινούσα.
Κι ως νάτρεχε ξοπίσω μου από χρόνια,
σάμπως μ' οργή μ' ανάκοψε το δρόμο.
Κ' ήρθε σαν όλα τα τρανά κ' αιώνια,
πατώντας πάνω από καιρούς και χρόνια,
ήρθε, και μ' άδραξε βαριά απ' τον ώμο.
Αναμετράει η ψυχή τη δύναμή της
μπροστά στ' αβυσσαλέο ετούτο πάθος.
Τη σέρνει ο μέγας Έρωτας μαγνήτης,
μα τρέμει και λυγάει η δύναμή της,
σ' αυτό του εμπρός τ' απύθμενο το βάθος.
Και μόνο εσύ, καρδιά μου, φτερουγίζεις,
σαν εκείνη την τρελλή τη χελιδόνα,
Τη ρημαγμένη σου φωλιά στολίζεις,
κι όλο έρχεσαι και πας, κα φτερουγίζεις
γύρω από της Αγάπης τον ανθώνα...