Εψές είδα στον ύπνο μου
ένα βαθύ ποτάμι
-Θεός να μην το κάμει
να γίν’ αληθινό!
Στην όχθη του στεκόντανε
γνωστό μου παλληκάρι
χλωμό σαν το φεγγάρι
σαν νύχτα σιγανό.
Αγέρας το παράσπρωχνε
με δύναμη μεγάλη
σαν νάθε’ να το βγάλει
απ’ της ζωής τη μέση.
Και το νερό, π’ αχόρταγα
τα πόδια του φιλούσε,
θαρρείς το προσκαλούσε
στ’ αγκάλια του να πέσει.
Δεν είν’ αγέρας, σκέφτηκα,
και σένα που σε δέρνει.
Η απελπισιά σε παίρνει
κ’ η απονιά του κόσμου!-
κ’ χύθηκ’, απ’ το θάνατο
τον δύστυχο ν’ αρπάξω...
Ωιμέ! πριν ή προφθάξω
εχάθηκ’ απ’ εμπρος μου!
Στα ρέματα παράσκυψα
να τόνε ευρώ γυρεύω.
Στα ρέματ’ αγναντεύω-
το λείψανό μ’ αχνό!...
Εψές είδα στον ύπνο μου
ένα βαθύ ποτάμι,
Θεός να μην το κάμει
να γίν’ αληθινό!