Φίλε, του φθινοπώρου ήρθε η Ώρα
στην πόρτα μου έξω. Κίτρινο φορεί
στεφάνι από μυρτιά. Στα νικηφόρα
χέρια της μια κιθάρα θλιβερή.
Κιθάρα παλαιική που κλει πληθώρα
μέσα της ήχους και ήχους. Ιερή
κοιτίδα. Κάθε πόνος, κάθε γνώρα
που ήταν γλυκιά και γίνηκε πικρή.
Ήχος μες στην καρδιά της αποστάζει.
Φίλε, του φθινοπώρου η Ώρα εκεί
στην πόρτα μου ήρθε, δίχως να διστάζει
και το κιθάρισμά της πότε πότε
σα να 'τανε η φωνή σου η μυστική,
τους στίχους σου που μου τραγούδαες τότε.