Στο ρόδινο μακάριο φως, νά με, ανεβαίνω της αυγής,
με σηκωμένα χέρια·
η θεία γαλήνη με καλεί του πέλαου, έτσι για να βγω
προς τα γαλάζια αιθέρια·
μα ω οι άξαφνες πνοές της γης, που μεσ’ στα στήθια μου χιμάν
και ακέρια με κλονίζουν!
Ω Δία, το πέλαγο ειν’ βαρύ και τα λυτά μου τα μαλλιά
σαν πέτρες με βυθίζουν!
Αύρες, τρεχάτε, - ω Κυμοθόη, ω Γλαύκη, - ελάτε, πιάστε μου
τα χέρια απ’ τη μασκάλη.
Δεν πρόσμενα, έτσι μονομιάς παραδομένη να βρεθώ
μεσ’ στου Ήλιου την αγκάλη…