Όλη η βουλή των προεστών, στο μώλο συναγμένη
είπε πως όξω στη στεριά τους Τούρκους θα προσμένει.
Τότε έβγαλα το φέσι
και να μιλήσω θάρρεψα προβάλλοντας στη μέση:
- Τίποτα, αρχόντοι, δε φελάει· μονάχα το καράβι!
Σα μ' άκουσε ένα απ' τα τρανά καλπάκια μας, ανάβει
και το φαρμάκι χύνει:
- Ποιός είναι αυτός, και πώς τον λεν, που συβουλές μας δίνει;
Να τα Ψαρά πως χαθήκαν. Κι εγώ φωτιά στο χέρι
πήρα, και πέρα τράβηξα κατά της Χιος τα μέρη,
κι είπα από κει -δε βάσταξα- με χείλια πικραμένα:
Να, πως με λεν εμένα!