Έξω, έξω τα βιβλία.
Στη φωτιά η φλυαρία.
Λέξεις, λόγοι, όλα κάτω!
τι του κάκου τα φυλάττω;
Τον Απόλλωνά τους ρίξε
και τες Μούσες όλες πνίξε.
Την πικρή τους δάφνη καύσε
κι απ’ τους κόπους πλέον παύσε.
Βάλε Βάκχον και Μαινάδες
και βαρέλια μυριάδες,
να γενεί βαρελοθήκη
η χρυσή βιβλιοθήκη.
Ο κισσός ας πρασινίση
και το κλήμα ας ανθίση,
να γλυκάνη το σταφύλι
τα πικρά μου τούτα χείλη.
Μη με λέγεις καλαμάρι·
μόν' κανάτα, μόν' πιθάρι.
Μη καντήλι· μόν' κροντήρι
και γαβάθα και ποτήρι.
Κι έτσι πλέον να καθίσω,
να χαρώ, να ευθυμήσω
με τον Βάκχον μου τον φίλον
στης βαρέλας μου τον τύλον.