Ωδή προς Αθανάσιον Χριστόπουλον

Επέρασ’ ο χειμώνας,
ανέλυσε το χιόνι,
και 'ς τους παληούς ανθώνας,
επέστρεψες αηδόνι,
πουλί του Παρνασσού.
Το θείον πυρ που είχες,
Χριστόπουλ’, εμαράνθη,
ή ταις λευκαίς σου τρίχες
ακόμα στέφεις μ’ άνθη
μυρσίνης και κισσού;

Σ’ ανέγνωσ’, Ανακρέον,
εις δουλικάς ημέρας,
και εφαντάσθην κλαίων
ημέρας ελευθέρας
ερώτων και χαράς.
Ενώ εκελαϊδούσε
η αργυρή σου λύρα,
εστέναζον αι Μούσαι,
και η πατρίς σου χήρα
εθρήνει συμφοράς.

Τα κάλλη των Χαρίτων,
τον Βάκχον και τ’ αμπέλια
μας έψαλλες· πλην ήτον
αγέλαστα τα γέλοια
εις χείλη δουλικά.
Ψυχάς γενναίας θλίβει
η άλυσις η ξένη,
και όστις την συντρίβει
ή ευγενώς πεθαίνει,
ή ένδοξα νικά.

Αιματηρή ταινία
'ς τον ουρανόν εφάνη,
και η ελευθερία
μ’ αστέρινον στεφάνι
και μ’ ένδυμα θεάς
κατέβη ωπλισμένη
'ς τ’ αρχαία μας εδάφη,
και ως ηλεκτρισμένοι
εσχίσθησαν οι τάφοι
κ’ εξέμεσαν σκιάς.

Εις κρότον πυροβόλων,
εις στεναγμούς της φρίκης,
εις πυρπολήσεις στόλων
και εις παιάνας νίκης,
εξύπνησ’ η Ελλάς·
αφήκε τας κοιλάδας
η φοβισμένη Χάρις,
και εις τας πεδιάδας
εθέριζεν ο Άρης
γενναίων κεφαλάς.

’Σ της Θράκης το περγιάλι,
'ς τα δένδρα, 'ς τα νερά του,
που είχες γλυκοψάλει,
ολέθρου και θανάτου
εφύσησε πνοή·
'μαράθηκαν τα φύλλα
κ’ η λάμψις της ημέρας,
και άγρια μαυρίλα
εχύθ’ εις τους αέρας,
και έσβυσ' η ζωή.

Τότ' έφυγες εις δάση,
'ς ερημωμένα μέρη,
κ’ επρόσμενες να φθάση
το νέον καλοκαίρι
για να μεταφανής.
Των φίλων σου τα πάθη
πολλούς εθρήνεις χρόνους,
και είχες απομάθει
να τραγουδής με τόνους
μελωδικής φωνής.

Μα να που ανθοφόρα
η άνοιξις γυρίζει·
η μάγισσα Πανδώρα
τους λόφους μας στολίζει
με τάπητας χλωρούς.
Ω! έλα! Με κιθάραις,
οπού με ρόδα στέφουν,
η Μούσαις και η Χάρες
να, πάλιν επιστρέφουν
κι  αρχίζουν τους χορούς.

Κυλά η Ιπποκρήνη
και πάλιν μελωδίας,
κ’ εις την Ελλάδα χύνει
ποιήσεως πλουσίας
τον ενθουσιασμόν.
Ν’ αρχίσης σε ζητούμεν
της λύρας σου τον ήχον·
μ’ ευλάβειαν θ’ ακούμεν
κάθε χρυσόν σου στίχον
ως των Μουσών χρησμόν.

Η πολιά σου κόμη
ας στολισθή με ρόδα,
και ρύθμισε ακόμη
νεάζοντα τον πόδα
εις εύθυμον χορόν.
Ενέπνεεν ο έρως
τον ποιητήν της Τέου·
κ’ εκείνος ήτον γέρος,
πλην φρένας είχε νέου,
και γήρας ανθηρόν.

Ω! νέος πάλιν γίνε,
με την Ελλάδα νέος·
καθάριζε και πίνε
χωρίς μερίμνας, έως
του τέλους του γραπτού.
Εις την ελευθερίαν
ως η Ελλάς βαπτίσου,
κι ως Φοίνιξ απ’ την κρύαν
σποδόν αναγεννήσου,
και ψάλλε ως προτού.

Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής
Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809 - 1892)

έλληνας λογοτέχνης και πολιτικός.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ