Πλέκουσα ωδάς ακοιμήτου θρήνου,
ήγειρας τας Μούσας τας Λευκαδίας,
κ’ είχες εις τα βάθη της σης καρδίας
φλόγας καμίνου.
Σ’ έλεγον αι Μούσαι αυτών δεκάτην.
Όταν τον πικρόν εκελάδεις πόνον,
οι ψαλμοί σ’ έφθόνουν των αηδόνων.
Οίμοι πλην, μάτην!
Μόνη σ’ ήτον, μόνη ελπίς το μνήμα,
όπου να σβεσθώσι και φλοξ και πόνοι·
και καταφυγή σοι παρέστη μόνη
βράζον το κύμα.
Και εις την ραν του ριφθείσ' αγκάλην,
ως το κλαίον βρέφος απεκοιμήθης,
κ’ ήλπισας να εύρης σιγήν της λήθης.
Μάτην δε πάλιν!
Παν προσρέον κύμα, παν απορρέον
κλαίον διηγείται τας συμφοράς σου,
κ’ ελεγεία ψάλλει, και τ’ όνομά σου
λέγει τ’ ωραίον.
Θάλλεις εις ερώντων θνητών την μνήμην,
εις τας αποστάσεις και δι’ αιώνων.
Αν δε και απεθάνες εις τον πόνον,
ζης εις την φήμην.