Ροδάκινα το μαχαίρι κι ένα κανάτι με νερό. Πρωί. Το κορίτσι που γέλαγε.
Δε θυμάμαι πιά. Τους είδα όμως. Όχι όνειρο –άσε τα όνειρα.
Ο ένας τον χτύπαγε με το καλώδιο κι ο άλλος πήγαινε σκύβοντας για να φυλαχτεί.
Κι ακόμη το μεγάλο μάτι ενός κρεμασμένου καραγκιόζη στο φως της ασετυλίνης
καθώς εσήκωσα την κουρελού και μπήκα πίσω από το πανί.
Έτσι ξαφνικά και με τον σκοτωμένο αντάρτη
σ’ έναν δρόμο του Πύργου Σεπτέμβρης του 44
Ίσως επειδή έζησα τόσα χρόνια στα σκοτάδια
εικόνες σαν αυτές σκίζουνε το μυαλό μου
όπως βλέπεις νύχτα τη θάλασσα μακριά
ανάμεσα σε δυο αστροπελέκια.