Όλες οι πράξεις μου οι αμαρτωλές,
τα λάθη, οι άνομες επιθυμίες
περνούνε πάνωθέ μου
καθὼς τὸ διάφανο νερό.
Τίποτα δεν μ’ αγγίζει που φορώ
Κύριέ μου!
Μέσα από βαλτονέρια προχωρώ
και τίποτα, μα τίποτα δεν με ρυπαίνει,
ίχνος σκιᾶς απάνω μου δεν μένει.
Κοίταξε πόσο καθαρὰ
είναι τα χέριά μου τ᾿ αμαρτωλά
σαν του παιδιού που όταν προσεύχεται σε Σένα
έτσι σαν φλόγα αμόλυντη ὑψωμένα
είναι άξια τον χιτώνα σου ν᾿ ἀγγίσουν
και τα Άγια των Αγίων νὰ κρατήσουν.
Από τα σφάλματά μου τὰ φριχτά κανένα
κανένας ξεπεσμός, κρίμα κανένα
δεν δύναται αναμέσο μας να μπει.
Να μας χωρίσει,τίποτε άλλο δὲν μπορεί
εξόν, από τον ύπνο που με παίρνει το βαθύ
τον ξένοιαστο ύπνο σαν ενός παιδιού
-στη μέση ξάφνου που έρχεται του παιχνιδιού-.
Το ξέρω.
είναι άσοφο να σε παρακαλούν για κάτι τι·
για τούτο τίποτα δεν σου ζητῶ
Μόνο μιὰ λύπη με βαραίνει σαν βουνό,
Βαθιὰ υποφέρω,
σαν συλλογίζομαι τον ύπνο τούτο που μπορεί να ᾿ρθεί
τὴν κρίσιμη ώρα που το Σάλπισμά Σου θ᾿ακουστεί.