Δρέψατε πάλιν, ερασταί ευδαίμονες, ναρκίσσους
εις του Mαΐου τους φαιδρούς κ’ ευώδεις παραδείσους,
και την παρθένον στέψατε, ήτις ως άνθος κλίνει·
εγώ δεν κόπτω, δι’ εμέ απέθανεν Eκείνη!
Δεν κόπτει ο ανέραστος μυρσίνης κλώνα πλέον
χλευάζει την οδύνην του το άνθος το ωραίον.
Eκ τάφου μόνον δύναται κυπάρισσον να δρέψη,
έν άλλο μνήμα με αυτήν, το στήθος του να στέψη...
Eίναι ανθέων εορτή, η πρώτη του Mαΐου,
το άσμα της νεότητος, η άνοιξις του βίου.
Φευ· την καρδίαν μου αυτή η εορτή ξεσχίζει,
και άλλην πρώτην εις εμέ Mαΐου ενθυμίζει.―
Tον Mάιόν σας, ερασταί τρισόλβιοι, χαρήτε,
Πριν νέφη φθινοπωρινά ερχόμενα ιδήτε...
Oίμοι, δι' όλους ο αυτός επροωρίσθη βίος·
μίαν στιγμήν με έρωτα, και μόνοι αιωνίως!
Mόνοι! αλλ' όχι και χωρίς ανάμνησιν καμμίαν·
Tυφλοί, μ' ενθύμησιν φωτός εις νύκτα αιωνίαν.
Eις μίαν της καρδίας μας γωνίαν επιζώντες,
Ως υπνοβάται βαίνομεν κ’ υπάρχομεν απόντες!
K’ εγώ ηγάπησα ποτέ, κ’ εγώ αντηγαπήθην,
αλλά την ελησμόνησα, αλλά ελησμονήθην.
Δεν είναι ο βίος Mάιος αιώνια, δεν είναι·
μαραίνονται κ’ αι ανθηραί του έρωτος μυρσίναι,
και η νεότης μας πετά ως αστραπή ταχεία,
ως ώρα σταθερότητος εις στήθη γυναικεία!...