Πιερότοι εσύ κι εγώ κι άλλοι κοντά του,
κι αυτός τόσο σωστός μ’ άσπρη ζακέτα,
παίζαμε με τη φόρμα του, ρίχναμε κάτου
τ’ ομοίωμά του –χρώμα σε παλέτα.
Φτιάναμ’ εμείς τη στάση του μαζί του,
ήταν τυχαία και το σύμβολό μας˙
στο πέταγμα, στην τοποθέτησή του,
είχε τον ξένο μορφασμό και το δικό μας.
Ήταν ειρωνικός, μα και θλιμμένος,
στο παλκοσένικο ένας μώμος τραγικός,
ήταν ολοφυρόμενος, απεγνωσμένος,
σαν εμπροστά σε θαύμα, εκστατικός.
Ανάμπαιζε με τη δική του κάθε πόζα,
ενώ την είχε πάρει από τεχνίτη,
και στα κοιτάγματά του τα σκαμπρόζα
εμάντευες το δύσκολο και ψηλομύτη.
Ήταν αυτός, ολόκληρος κι ωραίος,
ανθρώπινος πολύ στη μπατιστένια
στολή του, στα κουμπιά του, φευγαλέος,
βραχνάς απ τους βαθύτερους στην έννοια.
Κι έξαφνα, καθώς έγερνε, ήταν όλος
μια σκεπτική κι επιγνωσμένη εικόνα,
διανοητικός κι όμως μαριόλος,
δίπλωνε χαριέστατα το γόνα.
Σα να’ ταν ανεμπόδιστος στην πλάση,
χωρίς την ψεύτικην ευγένεια και τη γνώση,
ελεύθερος να κλάψει ή να γελάσει,
δίχως ν’ ακούσει σχόλια ή ν’ αρθρώσει.
Είχε του θετικού την παρουσία,
το ρεμβασμό ενός όντος νοητικού,
ευπρέπεια πολλή, ετοιμολογία,
κι ύφος κρυψίνου σ’ έμπασμα ιερού.
Άλλοτε είχε αυθάδεια μεγάλη
κι έπαιρνε η φάτσα του έκφραση πικρή,
περιφρονούσε τις κυρίες όπου οι άλλοι
θαυμάζανε, και του φαινόντουσαν μικροί!
Είχε χολή σε υπόσταση πανένια,
πλαστογραφούσε υπόκριση ρητή,
κι εσυγχυζότανε σα νιόκοπη γαρντένια
με τεχνητή καμέλια στο κουτί.
Είχε πρωθύστερη η μορφή του σημασία,
κι όμως μας απατούσε όλους μαζί,
κι ενώ ήταν άνθρωπος σωστός, ουσία
γυρεύαμε και θέλαμε να ζη...