Η δικαία εκδίκησις

Τραγουδιστής πολλά εύμορφος νέον εύμορφο ερωτεύθη,
περίσσιο πάθος έβαλε στα μαραμένα στήθη,
και με τα χείλη τα χλωμά τραγούδαε τον καημό του:
«Αγνάντια του να κάθωμαι, να κρίνη και ν' ακούω, |
να βλέπω τα ξανθά μαλλιά και τα δροσάτα χείλη,
πόχουν του ρόιδου τη βαφή, του μήλου τη γλυκάδα».
Και το τραγούδι του ήκουσαν οι νιές κι οι πανδρευμένες·
φωνάξανε τα εύμορφα κοράσια κι οι νυφάδες:
«Άνδρας τον άνδρα ν' αγαπά σέρνει με το τραγούδι,
και γάμος κι αρραβώνιασμα θα παν λησμονημένα
και θα διαβαίνη η νύκτα μας δίχως ανδρός το πλάγι,
και τα βυζιά του κόρφου μας παιδί δεν θ' αναστήσουν».
Πανήγυρη ξημέρωνε πέρα στα βιλαέτια,
και τα χωριά μαζώχθηκαν, άνδρες γυναίκες πάνε·
πήγε και ο τραγουδιστής κι εκράτα το λαγούτο,
κι αρχίνησε το έρημο τραγούδι να λαλάη,
και του λαγούτου η μελωδιά γλυκά του απιλογότουν,
Οι εύμορφες κιτρίνισαν σαν τα χλωμά λουλούδια,
τόσο στα φυλλοκάρδια τους πολύς θυμός εμβήκε·
πέτρες, λιθάρια επήρανε οι νιές κι οἱ πανδρευμένες,
κτύπησαν τον τραγουδιστήν εκεί οπού τραγουδούσε.
Σίγησε το παιγνίδι του τ' ολόχρυσο λαγούτο,
κείτεται κι ο τραγουδιστής άγνωρος μες στο αίμα,
και μοιρολόι δεν του λαλεί καμιά μοιρολογίστρα·
του κόψαν το κεφάλι του τα ξώφρενα κοράσια,
και σε ποτάμι τό 'ριξαν, μαζί με το λαγούτο,
και το ποτάμι τά 'βγαλε εις το γιαλό, στο κύμα,
συντροφιαστά πηγαίνανε κεφάλι και λαγούτο.
Το κύμα οπού διαβαίνανε γλυκά ηχολογοῦσε,
και μέσα σε νησιά πολλά το πέλαγο τα πάγει·
ακούαν τριγύρω τα νησιά στο δειλινό, στο βράδυ,
ακούανε την μελωδιά, δεν ένιωθαν που βγαίνει.
Φώναξαν τα μικρά παιδιά: «Το πέλαγο την βγάζει».
Η μελωδιά σταμάτησε εις το βαθύ λιμάνι
σαν άστρο στα μεσάνυχτα που σ' έναν τόπο φέγγει
και χίλια αηδόνια να λαλούν εφαίνετο πως νά 'ναι,
Πήγαν με τα μονόξυλα οι ναύτες οι πιδέξιοι
και το κεφάλι πήρανε, πήραν και το λαγοῦτο,
σε μνήμα το ενταφιάσανε κεφάλι και λαγούτο,
Από τ' εκείνον τον καιρόν μες στων νησιών τες χώρες
πανώρια βαρούν όργανα οι νιές, τα παλληκάρια,
και μες στ' ασημοχρύσαφα στολίζουν τα λαγούτα,
γεννά τες θυγατέρες της γλυκόφωνες η μάνα,
αγγέλου πόχουν πρόσωπο κι αγγέλοι στο τραγούδι.
Πλην μέσα στη βαθιά στεριά, στες φόνισσες γυναίκες,
οι άνδρες πήραν σίδερο και στην εστιά το κάψαν,
τες κορασιές εσφράγισαν στο μέτωπο, στην πλάτη
στο φονικό που κάμανε να μην πολυχαρούνε.

Γεώργιος Τερτσέτης (1800 - 1874)

αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης, ιστορικός, πολιτικός, συγγραφέας, ποιητής και νομικός.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ EMAIL ΣΑΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter μας για να λαμβάνετε κάθε μέρα στο email σας τα σημαντικότερα άρθρα του «Σαν Σήμερα .gr»


ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕΛΟΥΣ

premium Γίνε συνδρομητής με μόλις 8 € / μήνα, στήριξε τον αγαπημένο σου ιστότοπο
και απόλαυσε premium περιεχόμενο, χωρίς διαφημίσεις!

ΜΑΘΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ