το φως της ποίησης, το φως
η χαραμάδα στην πραγματικότητα
η μαθηματική εξίσωση που χαίνει πολλαπλώς
κι εκείνη που δε λύνεται, διότι έτσι
είναι η ζωή-αποσπασματική
κι η ποίηση ο προβολέας που γδέρνει
τις μάσκες των ανθρώπων να φανεί
και να υμνηθεί η από κάτω τους κακία
και η ομορφιά που ξεγλιστράει ανάμεσά της
το φως, της ποίησης το φως
είναι ο αντιχρονισμός της μουσικής
είναι η αλήθεια εκεί που δεν την περιμένεις
μια άλλη γλώσσα που άξαφνα καταλαβαίνεις
ένα απόκοσμο και άγριο μεσημέρι
που καίει κι ανοίγει τον ορίζοντα
κι έχει γεμίσει η πλάση κίτρινο·
να εκτίθεσαι
στης ποίησης το φως
να εκτίθεσαι και στο σκοτάδι της ζωής σου
γιατί δεν έχει άλλο νόημα η ύπαρξή σου
παρά να γδύνεσαι στον κόσμο εμπρός
και να κρατάς τη μάσκα της κακίας
και να φωνάζεις: εγώ τη ντύθηκα, εγώ!
μα ίδρωσε η ομορφιά από κάτω
και δεν μπορούσα άλλο φόβο να φοράω
ήθελα ν’ αναπνεύσω φως
ν’ ακούσω τους αταίριαστους φθόγγους
να δραπετεύουν, να το σκάνε
όχι για να πω πως νίκησα-ποτέ δεν θα νικήσω
μα για να πω πως τη γνωρίζω
τη μάσκα της κακίας' μου ανήκει.
Κι αν θέλω τη φορώ σαν μετωπίδα-
κι αν θέλω την εκδέρομαι
και μες στα αίματα, λούζομαι στο λευκό.