Αν θέλεις να μετρήσεις τα δόντια του διαβόλου, κάν’ τον να γελάσει.
Ελλάδα
Απ’ το διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, κάτι είναι. (Απ’ τον κακόπιστο)
Ελλάδα
Απ’ του διαόλου την αυλή μήτε ερίφι μήτε αρνί.
Ελλάδα
Βρήκε το διάολό του. (μπελά)
Ελλάδα
Δουλειά δεν είχε ο διάολος, έπνιγε τα παιδιά του.
Ελλάδα
Είναι απ’ του διαόλου τη μάνα. (από μακριά)
Ελλάδα
Είναι διαόλου κάλτσα. (πονηρός - έξυπνος)
Ελλάδα
Έσπασε ο διάβολος το ποδάρι του.
Ελλάδα
Έχει το διάολο μέσα του.
Ελλάδα
Έχωσε ο διάολος το ποδάρι του. (ή την ουρά του)
Ελλάδα
Ο διάβολος γίδια δεν είχε και τυρί πούλαγε. (απατεώνες - πονηροί)
Ελλάδα
Ο διάβολος εγέρασε, καλόγερος εγίνη. (ευσεβείς πόθοι)
Ελλάδα
Ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια.
Ελλάδα
Ο διάολος στα βουνά και τα έργα του στον κάμπο.
Ελλάδα
Όταν δίνει ο Θεός τ’ αλέτρι, παίρνει ο διάβολος το σακί. (ατυχίες - εμπόδια)
Ελλάδα
Ούτε το διάβολο να δεις, ούτε το σταυρό σου να κάνεις.
Ελλάδα
Πήγε κατά διαόλου μάνα. (χάθηκε)
Ελλάδα
Πήγε στου διαόλου τη μάνα. (έφυγε)
Ελλάδα
Τον έχουν στου διαόλου τα κατάστιχα.
Ελλάδα
Χαλάει ο διάολος τη φωλιά του;
Ελλάδα