Είναι για κλάματα.
Ελλάδα
Εκείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του.
Ελλάδα
Έκλαψε με μαύρο δάκρυ. (απαρηγόρητα)
Ελλάδα
Έχει τα δάκρυα στην τσέπη του.
Ελλάδα
Ξένος πόνος, ξένα δάκρυα.
Ελλάδα
Ποιον βαράνε και δεν κλαίει;
Ελλάδα
Τα δάκρυα στη συμπόνια, ευγένεια μυρίζουν.
Ελλάδα
Το παίξε - παίξε φέρνει το κλάψε - κλάψε.
Ελλάδα
Τραβάτε με κι ας κλαίω.
Ελλάδα
Χωρίς πόνο, δε βγαίνουν τα δάκρυα.
Ελλάδα