Παλιός γάιδαρος, καινούρια περπατησιά δεν έχει. (Δεν αλλάζουν οι συνήθειες)
Ελλάδα
Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει! (δε φέρνει αντίρρηση)
Ελλάδα
Πούλησε το γάιδαρο, να φτιάξει το σαμάρι.
Ελλάδα
Πρώτα πάρε το γαϊδούρι και μετά το σαμάρι.
Ελλάδα
Σηκώθηκαν οι άνθρωποι και κάτσαν οι γαϊδάροι.
Ελλάδα
Σκάει γάιδαρο… Γαϊδουρινή υπομονή…
Ελλάδα
Στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό.
Ελλάδα
Το γάιδαρο δεν τον ρωτούν όταν τον σαμαρώνουν.
Ελλάδα
Το γαϊδούρι όταν πιει νερό και ξεδιψάσει δίνει στον κουβά κλοτσιά.
Ελλάδα
Το πεινασμένο γαϊδούρι τρώει ό,τι του τύχει.
Ελλάδα
Το χαμηλό το γάιδαρο όλοι τον καβαλάνε.
Ελλάδα
Του έχεσα το γάιδαρο! (Τον κατατρόπωσα…)
Ελλάδα
Φταίει ο γάιδαρος και δέρνει το σαμάρι.
Ελλάδα
Χρυσωμένος γάιδαρος, πάντα γαϊδούρι είναι. (Εξωτερική εμφάνιση και χαρακτήρας)
Ελλάδα