Όποιος μαγειρεύει, ξέρει να τρώει.
Ελλάδα
Όποιος τρώει λίγο, τρώει πιο πολύ.
Ελλάδα
Όποιος χορταίνει ύπνο, δε χορταίνει ψωμί.
Ελλάδα
Όπου σου λεν να φας, φάε κι όπου δέρνουν φύγε…
Ελλάδα
Όταν έχεις ψωμί είσαι έξυπνος. (πλούσιος - με δουλειά)
Ελλάδα
Όταν κοιμάται ο γιόκας μου ψωμί δε μου γυρεύει. (φαγάς)
Ελλάδα
Πάει στο γύφτο για προζύμι… (Δε θα βρει)
Ελλάδα
Παίζει η κοιλιά του ταμπουρά. (πεινάει)
Ελλάδα
Πάμε να φάμε ψωμί… (να γευματίσουμε)
Ελλάδα
Πάτησε την πίτα. (Έπεσε σε παγίδα)
Ελλάδα
Πάτησε το ψωμί που έφαγε… (τον όρκο)
Ελλάδα
Πεθαίνω της πείνας…
Ελλάδα
Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα…
Ελλάδα
Περί ορέξεως ουδείς λόγος… (Ο καθένας σκέφτεται όπως θέλει)
Ελλάδα
Πέσε πίτα να σε φάω. (Ο τεμπέλης τα θέλει όλα έτοιμα.)
Ελλάδα
Πίτα που δεν τρως τι σε μέλει κι αν καεί; (Μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις - μην είσαι περίεργος.)
Ελλάδα
Πολλά τζάκια καπνίζουν, λίγα μαγειρεύουν.
Ελλάδα
Ρίχνει αλάτι σ’ όλα τα φαγιά. (ανακατεύεται)
Ελλάδα
Σαν σκλάβος δούλευε και σαν αφέντης τρώγε.
Ελλάδα
Σε τάβλα που δεν έστρωσες το χέρι μην απλώσεις.
Ελλάδα