Μου ’γινες τσάμικος ταμπάκος. (ενοχλητικός)
Ελλάδα
Ξένα ρούχα ντύνεσαι, γρήγορα γδύνεσαι (δανεικά).
Ελλάδα
Ξένο ρούχο ζέστη δε βγάζει.
Ελλάδα
Ξεσκίζει τα ρούχα του. (αγανάκτηση)
Ελλάδα
Ο φτωχός τα ρούχα του τρεις φορές τα χαίρεται καινούρια, παλιά και καινουριομπαλωμένα.
Ελλάδα
Όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά.
Ελλάδα
Παπούτσι απ’ τον τόπο σου κι ας είν’ και μπαλωμένο. (γυναίκα)
Ελλάδα
Πήρε τα βρεγμένα του κι έφυγε. (ντροπιασμένος)
Ελλάδα
Πιάσε τον ξυπόλητο και πάρε τα παπούτσια του.
Ελλάδα
Σου ’χω ράμματα για τη γούνα σου. (απειλή)
Ελλάδα
Σ’ έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια.
Ελλάδα
Τα δανεικά ρούχα δε ζεσταίνουν.
Ελλάδα
Τα μεταξωτά βρακιά, θέλουν επιδέξια σκέλια.
Ελλάδα
Τα ρούχα κάνουν τον άρχοντα, τ’ άρματα το λεβέντη.
Ελλάδα
Το ένα τσαρούχι και τ’ άλλο παπούτσι. (αταίριαστοι)
Ελλάδα
Τον έχω μανίκι της κάπας. (καμιά συγγένεια)
Ελλάδα
Τον έχω της γούνας μου μανίκι. (τίποτα)
Ελλάδα
Του ήρθε γάντι. (ταίριασε)
Ελλάδα
Του ’δωκε τα παπούτσια στο χέρι. (τον έδιωξε)
Ελλάδα
Τρώει ο καθένας όπως θέλει και ντύνεται όπως θέλουν οι άλλοι.
Ελλάδα