Ο Λουτζ Λονγκ (Luz Long) ήταν γερμανός πρωταθλητής του άλματος εις μήκος, γνωστός από τον συναγωνισμό του με τον Τζέσε Όουενς στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936.
Ο Καρλ Λούντβιχ «Λουτζ» Λονγκ γεννήθηκε στις 27 Απριλίου 1913 στη Λειψία της τότε Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Από μικρός ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και γρήγορα ξεχώρισε για τις επιδόσεις του στο μήκος. Εξαιρετικές ήταν και οι σχολικές του επιδόσεις που του επέτρεψαν να σπουδάσει νομικά στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του.
Αναδείχθηκε πέντε φορές πρωταθλητής Γερμανίας στο άλμα εις μήκος (1933, 1934, 1936, 1937, 1938, 1939) και κατέκτησε χάλκινα μετάλλια στα Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα Στίβου το 1934 και το 1938.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 ήταν από τα φαβορί για την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου και οι Ναζί είχαν επενδύσει πολλά πάνω του, καθώς ο κυριότερος αντίπαλός του θα ήταν ένας μη Άρειος (ένας κατώτερος άνθρωπος, σύμφωνα με την ιδεολογία τους), ο αφροαμερικανός Τζέσε Όουενς.
Το πρωί της 4ης Αυγούστου 1936, 43 αθλητές από 27 χώρες, πολύ μεγάλος αριθμός για εκείνη την εποχή, παρατάχθηκαν στον στίβο για τον προκριματικό του αγωνίσματος. Το μεγάλο και αδιαφιλονίκητο φαβορί ήταν ο Τζέσε Οουενς, που πριν από ένα χρόνο είχε δημιουργήσει παγκόσμιο ρεκόρ με 8,13 μ.
Ο Όουενς ξεκίνησε άσχημα τον αγώνα με δύο άκυρες προσπάθειες. Του είχε απομείνει μόνο μία για να περάσει το όριο των 7,20 μ. και να προκριθεί στον τελικό. Τότε τον πλησίασε ο Λονγκ και με τα σπαστά αγγλικά του του υπέδειξε πώς να αποφύγει τα λάθη. Ο Όουενς ακολούθησε τις συμβουλές του και για ένα εκατοστό πέρασε στον τελικό.
Το ίδιο απόγευμα έγινε ο τελικός του αγωνίσματος, παρουσία του Αδόλφου Χίτλερ. Στην πέμπτη προσπάθεια, ο Λονγκ ισοφάρισε με 7,87 μ. την επίδοση του Όουενς, όμως γρήγορα ο αμερικανός ανέκτησε την πρώτη θέση με 8,02 μ. και κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο με 8,06 μ. στην τελευταία του προσπάθεια. Ο Λονγκ με το 7,87 μ. κατέκτησε το αργυρό μετάλλιο, προς μεγάλη απογοήτευση των Ναζί. Από εκείνο τον αγώνα μια δυνατή φιλία είχε αναπτυχθεί μεταξύ των δύο αθλητών.
Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου, ο Λονγκ συνέχισε ν’ αγωνίζεται, ενώ ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Νομική με τη λήψη διδακτορικού διπλώματος και άρχισε να δικηγορεί.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου επιστρατεύτηκε και με τον βαθμό του υποδεκανέα παρέμεινε αρχικά στο Βερολίνο, αλλά το 1943 μετατέθηκε εσπευσμένα στην Ιταλία. Στις 10 Ιουλίου τραυματίστηκε στον μηρό κατά τη διάρκεια της συμμαχικής απόβασης στη Σικελία και τέσσερις ημέρες αργότερα, στις 14 Ιουλίου 1943, άφησε την τελευταία του πνοή σε αγγλικό νοσοκομείο εκστρατείας.
Ο Τζέσε Όουενς, μόλις έμαθε τα δυσάρεστα νέα, χρειάστηκε αρκετούς μήνες για να συνέλθει από τον χαμό του φίλου του. Αμέσως μετά τον πόλεμο, στην κατεστραμμένη κι ερειπωμένη Γερμανία, έγινε κηδεμόνας των παιδιών του Λονγκ κι ενίσχυε οικονομικά την οικογένεια του αδικοχαμένου φίλου του. «Όσα χρυσά μετάλλια έχω μαζέψει στην καριέρα μου, αν τα λιώσω, ποτέ δεν θα μπορέσω να φτιάξω μια φιλία τόσο χρυσή όσο αυτή με τον Λουτζ», είχε δηλώσει.
Το 1964 η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή απένειμε μετά θάνατον στον Λουτζ Λονγκ το μετάλλιο «Πιερ ντε Κουμπερτέν» για το ήθος και το αθλητικό πνεύμα που επέδειξε κατά τη διάρκεια των αγώνων του Βερολίνου. Το όνομά του έχει δοθεί σε δρόμους, τόσο στη γενέτειρά του Λειψία, όσο και στο Μόναχο.