Ως Ορεστειακά έμειναν στην ιστορία οι αιματηρές συγκρούσεις που σημειώθηκαν το Νοέμβριο του 1903 για την προάσπιση της αρχαίας ελληνικής παράδοσης, με αφορμή την παράσταση της «Ορέστειας» του Αισχύλου μεταφρασμένης στη δημοτική. Αποτέλεσαν συνέχεια των Ευαγγελικών και εκφράζουν με τον πιο διάχυτο τρόπο την ιδεολογική σύγχυση και τις εθνικές ανησυχίες που μάστιζαν την περίοδο εκείνη τον ελληνικό λαό: Από τη μια ανδρωμένο το κίνημα του δημοτικισμού και από την άλλη το μέτωπο του συντηρητισμού που καιροφυλακτούσε.
Το οξύμωρο των «ορεστειακών» συλλαλητηρίων ήταν ότι ενώ το χρηματοδοτούμενο από το βασιλιά Γεώργιο Α' Βασιλικό Θέατρο κάνει ένα νεωτεριστικό άνοιγμα, αποφασίζοντας να χρηματοδοτήσει αρχαίο θέατρο σε μετάφραση, έχει απέναντί του το Πανεπιστήμιο και τη δήθεν προοδευτική φοιτητική πρωτοπορία που υπερασπιζόταν συντηρητικές απόψεις.
Ύστερα από 2.461 χρόνια, όπως υπενθύμιζε εφημερίδα της εποχής, η «Ορέστεια» ανέβηκε από το Βασιλικόν (Εθνικό σήμερα) Θέατρο, υπό τη φωτισμένη καθοδήγηση του Στέφανου Στεφάνου, διευθύνοντα γραμματέα του θεάτρου και πρωτοπόρου ποιητή, μεταφρασμένη σε απλή νεοελληνική γλώσσα (συντηρητική δημοτική) από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Γεώργιο Σωτηριάδη -«ευρυμαθούς ελληνιστού και διαπρεπούς αρχαιολόγου».
Η πρώτη παράσταση δόθηκε το Σάββατο 1 Νοεμβρίου 1903. Η Μαρίκα Κοτοπούλη ενσάρκωνε την Αθηνά Παλλάδα και απήγγελλε το «Χαίρε της Τραγωδίας» του Κωστή Παλαμά. Η μουσική ήταν του Στάνφορντ, εκτελούμενη υπό της ορχήστρας του Ι. Καίσαρη. Την επομένη, η εφημερίδα «Καιροί» χαρακτήριζε την Κοτοπούλη «ηθοποιό του μέλλοντος».
Στις 8 Νοεμβρίου η εφημερίδα «Πρωία» φροντίζει να προετοιμάσει ψυχολογικά τους αναγνώστες της για τη διάλεξη του αρχαιομανούς και γλωσσαμύντορος καθηγητή Πανεπιστημίου Γεωργίου Μιστριώτη, ιδρυτή το 1876 της «Υπέρ της διδασκαλίας αρχαίων δραμάτων Εταιρείας». Στις 9 Νοεμβρίου ο Παύλος Νιρβάνας στο χρονογράφημά του στο πρωινό «Άστυ» σημειώνει διορατικά: «Διατρέχομεν πάλιν ημέρας ρητορικής και φιλολογικοπατριωτικών εξάρσεων». Το βράδυ έχει διάλεξη ο Μιστριώτης. Οι φοιτητές, ξαναμμένοι από τον καθηγητή τους, καλούν τον ελληνικό λαό σε ανταρσία.
Ανακοινώνονται νέες παραστάσεις του Βασιλικού Θεάτρου για τις 15 και 16 Νοεμβρίου. Στις 15 Νοεμβρίου ξεκινούν στη Φιλοσοφική Σχολή συζητήσεις και εκλέγεται επιτροπή «ήτις εκθύμως να εργασθή προ του κινδύνου ον διατρέχει η εθνική μας γλώσσα». Το απόγευμα, ο Μιστριώτης βγάζει νέο επιθετικό λόγο: «Εγώ παραιτούμαι, ας έλθη ο Παλαμάς να διδάξη». Οι φοιτητές φωνάζουν συκοφαντικά συνθήματα.
Την επομένη, στις 3 μ.μ. συγκεντρώνονται στο καφενείο του «Γαμβέττα», κάνουν πορεία προς το Βασιλικό Θέατρο και καλούν το λαό σε συμπαράσταση - διαδήλωση: «Ζήτω το Πανεπιστήμιον», «Ζήτω ο Μιστριώτης» φωνάζουν. Στη Σταδίου και στα Προπύλαια ξεσπούν επεισόδια. Φοιτητές και στρατός συμπλέκονται, πέφτουν έξι πυροβολισμοί και ακολουθεί ομοβροντία. Μια σφαίρα στρατιωτικού πετυχαίνει στο στήθος τον 22χρονο εφημεριδοπώλη Ι. Μαντά, άλλοι μιλούν για δύο νεκρούς και εφτά τραυματίες. Πυροσβεστικές αντλίες παρατάσσονται μπροστά από το σημερινό κινηματογράφο «Κοτοπούλη» και περιφρουρούν το χώρο γύρω από το Βασιλικό Θέατρο. Στις 9:30 μ.μ. η παράσταση ξεκινά χωρίς επεισόδια.
Η «Αστραπή», δεμένη στο άρμα του Μιστριώτη, στις 17 Νοεμβρίου κακίζει την κυβέρνηση και τις αρχές, γιατί προτίμησαν την «πλήρωσιν του παραλόγου πείσματός τους». Στις 20 Νοεμβρίου ξεκινούν ανακρίσεις για τα επεισόδια και καλούνται να καταθέσουν διευθυντές εφημερίδων. Στις 17 Δεκεμβρίου ο Γεώργιος Μιστριώτης απολογείται στον ανακριτή και την επομένη στο μάθημά του λέγει στους φοιτητές: «Εξορκίζω υμάς, ίνα μαρτυρήσετε προ του μεγάλου τού Έθνους δικαστηρίου αν είπον τι κατά της καθεστηκυίας τάξεως». Στις 14 Ιανουαρίου 1904 ανακοινώνεται ψήφισμα υπέρ του Γ. Μιστριώτη από την «Εταιρεία υπέρ της διδασκαλίας αρχαίων ελληνικών δραμάτων».
Στις 25 Ιανουαρίου 1904 δημοσιεύεται στις εφημερίδες το βούλευμα του εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών Μπενή-Ψάλτη για τις ταραχές. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Χρόνος», «κατά την δίοδον της ανακρίσεως ταύτης εφυλακίσθησαν δυνάμει εντάλματος του ανακριτού οι κατηγορούμενοι (αναγράφονται 11 ονόματα, κυρίως φοιτητών• ανάμεσά τους και του Γ. Μιστριώτη) και εξεδόθησαν εντάλματα συλλήψεως και ταύτης μη επιτευχθείσης, κατασχετήρια κατά των φυγοδικούντων κατηγορουμένων» (αναγράφονται 22 ονόματα φοιτητών).
Σύμφωνα με το σκεπτικό των δικαστών του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Γ. Αγγελέα, Δ. Ιωαννίδη, Π. Τσιτσεκλή: «Επειδή ως προς τον κατηγορούμενον κ. Γ. Μιστριώτην εκ της ενεργηθείσης λεπτομερώς ανακρίσεως ενδείκνυται και διά μακρών ο εισαγγελεύς εν τη προτάσει του εκτίθησιν ότι ο κατηγορούμενος ούτος παριστών εαυτόν ως μη ώφειλεν ως μόνον κατέχοντα το μονοπώλιον του πατριωτισμού, ίσως δε και άλλους σκοπούς επιδιώκων διά λόγου του εκφωνηθέντος την 9ην Νοεμβρίου π.ε. και δι' ιδιαιτέρων ομιλιών και δημοσιογραφικών συνεντεύξεων προκάλεσεν εξέγερσιν εις τα πνεύματα των φοιτητών επί αφορμή του γλωσσικού ζητήματος (...). Διά ταύτα παραπέμπει εις το ακροατήριον των εν Αθήναις Πλημμελειοδικών του (11 φοιτητές) ίνα δικασθώσιν ως υπαίτιοι».
Η «Εστία», η οποία από τις 17 Νοεμβρίου 1903 αποκαλούσε τον Μιστριώτη «πρωταίτιο», «αρχιυποκινητή του εκτροχιασμού», «γέροντα πατέρα της φοιτητικής νεολαίας», δημοσιεύει το βούλευμα: «Ο Μιστριώτης διέδωκε ψευδείς φήμας περί υπάρξεως εταιρίας αντεθνικής (...) επιρρίψας όμως αναληθείς και ανυπόστατους αντιπατριωτικάς και αυτόχρημα προδοτικάς ενεργείας καθ' υψηλών προσώπων (...) προσκληθείς υπό της Αρχής να δηλώση σαφώς και ωρισμένως τα υπ' αυτού επιπολαίως προς εξέγερσιν σπερμολογηθέντα (...) ο κατηγορούμενος ούτος εις τας ανωτέρω πράξεις του προέβη εκ δολίας προαιρέσεως και κατά συνέπειαν δέον, κατά την κρίσιν του συμβουλίου, να παύση η κατ' αυτού καταδίωξις ως αρχηγού της στάσεως».
Αντί να αποθαρρύνουν τον Γεώργιο Μιστριώτη οι κατηγορίες, εκείνος στις 29 Ιανουαρίου πήγε στο μάθημά του και μίλησε στην «ευγενή του Πανεπιστημίου νεολαία»…