Αιμασιά=φράχτης, ξερολιθιά
Αμανάτι=ενεχυριασμένο πράμα
Αμέτ-Μουαμέτ=Με κάθε θυσία
Αμφιδεξιώτερον=επιδεξιώτερα
Ανακατωτά=χωρίς σειρά, εδώ κι εκεί
Απασπάλωτη=ανοικοκύρευτη
Απρόντο=έτοιμος
Αρικοκιά=είδος, δέντρου, Ρικιά
Αριστερά τη χειρί=, κρυφά, εμπιστευτικά, μοναχικά
Αρτύω= στολίζω, καρυκεύω
Ατερπής=κρύος, άσχημος
Βαμβακόσπορος= (μεταφορικά) δωροδοκία, μασούρι με νομίσματα που μοιάζει με φυσέκι βαμβακόσπορου.
Βαναυσουργής=χοντροφτιαγμένος
Γαλιός=γαλέος
Γιούλος= είδος ψαριού
Γούμενα= το χοντρό καραβίσιο σχοινί, που δένουν τα καίκια και τις βάρκες στους μώλους.
Διψασμένος=αμέθυστος, άπιοτος
Δυσαπάλλακτος= δυσκολοξεδιάλυτος
Εναμίλλως ρέγχοντες= συναγωνίζονταν στο ροχάλισμα
Επενδύτης=το παλτό
Εύρος=σορόκος
Έχω κρεμασμένο το ζωνάρι δια τας εκλογάς=είμαι έτοιμος για τον εκλογικό αγώνα.
Καραούλι=φρουρά, βάρδια
Κοπροδήμηδες=τα καθάρματα
Κουκουλόσπορος= αμοιβή, δωροδοκία ψηφοφόρου, βλ. βαμβακόσπορος
Κουμερκιάρης=τελώνης
Κουρδίζω=πειράζω
Κουριόζος=περίεργος, δύσκολος, παράξενος, πεισματάρης
Κούτσα-Κούτσα=σιγά-σιγά
Κουτσαβακισμός=ψευτοπαλληκαρισμός
Κρικέλλα=χαλκάς της πόρτας
Κρυφό= η μυστική ιδιαίτερη κατήχηση και δωροδοκία του ψηφοφόρου
Κυάμων απέχεσθε=μακριά απ’ τις εκλογές (και την πολιτική)
Λαδιά=το ψητό
Λιλιά=τα παράσημα
Λουφές=μισθός, αποζημίωση
Μεριδιάνα=ηλιακό ρολόι
Μερωμένο=αγαπημένο
Μολυβήθρα=το βαρίδι του διχτυοού
Μούδα= σχοινιά που κατεβάζουν τα πανιά
Μούχτι=χορτασμός
Μπέρκα=πέρκα (ψάρι)
Ξεσυνερίζομαι= δίνω σημασία, πειράζομαι
Ξωμερίτης=αγρότης
Οψία δείλη=αργά το δειλινό
Πεκούνια=χρήματα
Πράγκα=ψαράδικο σύνεργο για χταπόδια
Ρουβάδα=βλακεία, αφέλεια
Σηπογιάλι=αλιευτικό σύνεργο για ψάρεμα σουπιών και χταποδιών
Σιχνάτσα=χαρτονόμισμα ξεπεσμένο, μτφ τιποτένιος άσημος
Σκάλα=κοινωνική τάξη
Σκαπουλάρω=γλυτώνω, ξεφεύγω τον κίνδυνο
Σκίμπους=σκαμνί
Σκότα=σκοινί που με το τράβηγμά του τεντώνουν τα πανιά του πλοίου
Σμιγός=μικτός
Σοιλής=ευγενικής καταγωγής, από σόι
Σουρτούκα=είδος σακακιού
Τράχωμα=μέτρημα, πανωπροίκι
Τσομπανοφλοέρα=ο βλάχος (περιφρονητικά)
Χάρος=είδος Ψαριού