Είχα ντουφέκι αλάθευτο, περήφανο σαν άτι,
που μήνες δεν παραίτησε τ’ ασάρκωτό μου χέρι,
κι όσες οι τρίχες μου έφαγε τόσων οχτρών το μάτιּ.
Φτάνει η Αραπιά· το πέταξα κι αδράζω το μαχαίρι.
Ήταν μαχαίρι γονικό, σα σκύλος μπιστεμμένο,
κι είχε απ’ τα χρόνια τα παλιά, τα κλέφτικα, συνήθεια
να κυνηγάη τις άπιστες καρδιές σα λυσσασμένοּς.
Είδα: πολλοί ήταν! Το 'μπηξα στης Δέσπως μου τα στήθια!
Στης Δέσπως που μου πείνασε, που δίψασε μαζί μου,
που λάμπανε απ’ τα κάλλη της τα κορφοβούνια, οι λόγγοι.
Μα τι; Τη Δέσπω θα θρηνάη και τα άρματα η ψυχή μου;
Δεν κλαίω για κείναּ. Χάθηκε, σας λέω, το Μεσολόγγι!