Εικοσιτετράωρα αιώνων σκυφτός – Θεέ
στης πόρτας μου τα σιδερένια σκαλιά.
Της αλήθειας σου το κρύο πάγωσε στα γένια σου
και περιμένεις…
Περίμενε, έχω δουλειά!
Στρώνω με τον πυρετό μου ένα σχέδιο:
«Κατάληψη εξουσίας»
και χρειάζομαι τώρα διαβήτες, μπιστόλια
κι ανθρώπους.
Να ’χουνε χέρια γερά, να δουλεύουν, να ιδρώνουν
Ζητάς να σε πιστέψω; Έλα!
Έλα αύριο, χαράματα που θα πιάσουμε μάχη.
έλα να γίνουμε φίλοι.
Με χοντροπάπουτσα παρτιζάνος – στρατιώτης
στην ίδια γραμμή πυρός. Έλα.
Σε περιμένω στην είσοδο του εργοστασίου
πάνω στ’ αυλάκια των χωραφιών
στα καμένα χωριά της υπαίθρου
Στο καμένο χώμα των πόλεων.
Σε περιμένω στην αίθουσα αναμονής
Για την Επανάσταση,
πρώτη θέση.
Θα με βρεις τραγουδώντας
καβάλα σ ένα βουνό ανθρακίτη
Σ’ ένα κύμα της θάλασσας
στης Νορμανδίας το ψηλότερο κατάρτι
σπήκερ στο πύργο του Άιφελ
σε μακεδονίσια θημωνιά γλυκοφιλώντας ένα κορίτσι.
Εκεί που δεν κοίταξες ποτέ – δίπλα σου,
θα με βρεις υψώνοντας τη γροθιά σου
κοιτώντας αντρίκεια, σφυρίζοντας:
«ένας σύντροφος καινούργιος».
Θα σε γνωρίσω. Να κρατάς Ριζοσπάστη,
σύνθημα – παρασύνθημα : Χαρίλης – Θεσσαλονίκη.
Θα ’χω στ’ αυτιά μου συνωμοτική γαλήνη .
Θα φοράω αρβύλες μπαλωμένες με χιόνι,
πλεγμένο αντάρτικο σκουφί στον αργαλειό της θύελλας
με νήματα βροχής.
Θα ’χω τ’ αμπέχωνο μ’ αγέρα κουμπωμένο – την άνεση
τυλιγμένη στο λαιμό μου,
ένα τρύπιο κασκόλ .
Ζητάς να σε πιστέψω; Έλα!
Στην ίδια διμοιρία θα σου δώσω
στο δίπλα χαράκωμα μια θέση βολής.
Αν θέλεις, έλα!
Είναι στη γη μας καλύτερα.