Οι αμυγδαλιές ανθίσαν στην Κρανάη
και φέγγει ως πολυκάντηλο με το φεγγάρι.
Μύριες φωτίτσες κάθε ανθός κερνά.
Τα μάτια της ψυχής! Ω τον ανθογεννάρη!
Κι έλα να μυρωθείς. Τα πλουμιστά παγώνια
βουβάθηκαν στ' ώριο νησί. Έλα στο Φάρο
το μάτι που βεγγλάει στα καταχθόνια
της θάλασσας, μα δεν τραβάει το Χάρο.
Ω, οι αμυγδαλιές σ' αναζητάν και στην Κρανάη
ρέβει η πολύξερη ελιά σου μαραμένη·
ωιμέ, το θρήνο σου ποιός ήχος θα της πάρει;
Κι ο φάρος χύνει φως και τριγυρνάει
τους γάμους σου να φέξει, ω μαύρε Πάρη,
στ' ώριο νησί με τη μικρή σου Ελένη!