Ερωτόληπτο πουλάκι!
Τρυφερό αηδονάκι!
Τι στενάζεις μες τα δάση;
Πες με, είδες να περάση
μια ψυχή που αγαπώ;
- Κι αν την είδα που να ξεύρω;
και πως θέλεις να το εύρω;
Τόσες βλέπω στο λιβάδι˙
δείξε με κάποιο σημάδι,
αν την είδα να σ' το πω.
- Μάτια δυο έχει μεγάλα
Ζυμωμένα με το γάλα ˙
χείλη δροσερά κ’ ευώδη
κόκκινα καθώς το ρόδι˙
έχει φρύδι γυριστό,
και μαλλάκια χρυσαφένια,
κι από άνθη είναι στολισμένη,
όταν περπατή, πηγαίνει
σαν παγόνι πλουμιστό.
***
Σε τα είπα ένα ένα˙ την γνωρίζεις, πες με τώρα,
Είδες την, να σε χαρώ;
- Ναι, την είδα, κι εκεί κάτου κάθεται αυτήν την ώρα
στο τρεχάμενο νερό.
- Έχε γεια, γλυκό πουλάκι! Στες μυρσίνες τώρα στάσου,
κι ενώ κάθομαι κοντά της, ψάλλε με τους έρωτάς σου.
***
Τι ωραίο φεγγαράκι!
Τι ερωτική βραδιά!
Ήσυχα τ’ αεράκι
παίζει μέσα στα κλαδιά.
Κοίταξε το αηδόνι
μες στα φύλλα πώς πετά,
και στες βρύσες το τρυγόνι,
πώς το ταίρι του ζητά.
Τ’ ανταμώνει, τ’ αγκαλιάζει
με λαχτάρα και χαρά˙
το φιλεί, γλυκοστενάζει
και σαλεύει τα πτερά.
Τι πουλάκι’ αγαπημένα!
Τι αθώοι στεναγμοί!...
Τέτοιον έρωτα σ’ εμένα,
σκληρή! Δείξε μιαν στιγμή.
Στα σκοτεινά
μες στα βουνά
οι άνεμοι γυρίζουν.
Κι οι καλαμιές
στες ερημιές
σαλεύουν και σφυριζουν
Κι εγώ γυρνώ
κι εγώ θρηνώ
στες ερημιές μονάχος·
φίλος πιστός
με ειν’αυτός
ο χιονισμένος βράχος.
Απ’ το βουνό
στον ουρανό
το μάτι μ’ ανεβαίνει·
κανένα ον
στον ουρανόν,
στην γη δεν με ευφραίνει.
Με μια φωνή
το παν θρηνεί·
θρηνείς εμένα, φύσις!
Είσαι θολή,
Ανατολή!
θολ’ είσαι και συ, Δύσις!
Εις το βουνό
τ’ αντικρυνό
το σήμαντρο σημαίνει!
Ωσάν φωνή
κι η σκοτεινή
νεότης μου πηγαίνει.
Σούτσε! γερνάς,
καιρέ, περνάς.
Στο σκότος και στο χιόνι
περνάτ’ εσείς
ώρας χρυσής
ανοίξεως μου χρόνοι!